- πολιορκουμένων
- πολιορκέωbesiegepres part mp fem gen pl (attic epic doric)πολιορκέωbesiegepres part mp masc/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολιορκία — Σύνολο των επιχειρήσεων που γίνονται γύρω από μια οχυρή θέση, με σκοπό την άμεση κατάληψή της ή τον εξαναγκασμό της σε παράδοση. Μια π. απαιτεί τη χρήση όπλων, κατάλληλου υλικού και προπαρασκευές, εκτός από τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για … Dictionary of Greek
έξοδος — Το δεύτερο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο αφηγείται την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο ύστερα από αιώνες δουλείας. Τα γεγονότα που αναφέρει η Έ. διαδραματίστηκαν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών μελετητών, περίπου τον 13o αι. π … Dictionary of Greek
εκβοήθεια — ἐκβοήθεια, η (Α) έξοδος πολιορκουμένων … Dictionary of Greek
εξώστρα — Ένα από τα σκηνικά μηχανήματα του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού θεάτρου. Ταυτιζόταν με το εκκύκλημα που χρησιμοποιούσαν για την προώθηση στη σκηνή διαφόρων αντικειμένων (θρόνος, ξόανα θεοί κλπ.) ή για την επίδειξη του εσωτερικού χώρου ενός… … Dictionary of Greek
Γύλιππος — (450 π.Χ. – ;).Σπαρτιάτης στρατηγός. Ήταν γιος του Κλεανδρίδα και συμμετείχε στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Οι συμπατριώτες του, γνωρίζοντας το θάρρος του, τον έστειλαν με επικουρικά στρατεύματα να βοηθήσει τους Συρακούσιους, έπειτα από υπόδειξη του … Dictionary of Greek
Επιδαύρου, συνελεύσεις — Ονομασία δύο εθνικών συνελεύσεων στα χρόνια της Επανάστασης. 1. Η Α’ Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων. Συγκλήθηκε αρχικά στο Άργος στις 30 Νοεμβρίου του 1821, αλλά εξαιτίας των παρενοχλήσεων των πολιορκούμενων στο γειτονικό Ναύπλιο Τούρκων αποφασίστηκε… … Dictionary of Greek
Μιαούλης, Ανδρέας — (Ύδρα 1769 – Αθήνα 1835). Ναύαρχος της Επανάστασης του 1821. Από μικρός ασχολήθηκε με ναυτικά επαγγέλματα, δέκα χρονών δούλευε στο πλοίο ενός θείου του και στα δέκα έξι του έγινε κυβερνήτης του οικογενειακού τους λατινάδικου (σιταγωγού). Έξυπνος … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Σέρρες — Πόλη (49.380 κάτ., αλλά 50.390 ο δήμος) της Ανατολικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του ομωνύμου νομού. Διοικητικό και οικονομικό κέντρο του νομού και το μεγαλύτερο μετά την Καβάλα αστικό κέντρο Α της θεσσαλονίκης, πόλη με… … Dictionary of Greek